- προσηνές
- προσηνήςsoftmasc/fem voc sgπροσηνήςsoftneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσηνής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προσανής και ποτανής Α (για πρόσ.) πράος, ευγενικός, καταδεκτικός, με πολιτισμένη, ευγενική συμπεριφορά και φιλική διάθεση (α. «εὔνους καὶ προσηνής», Πλούτ. β. «τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα», Μέν.) μσν. (για τα ευχαριστιακά δώρα)… … Dictionary of Greek
IOSAPHAT — gil. Asa, regnare coepit super Iudam Anno 4. Achabi, Regis Israel: h. e. A. M. 3120. A. C. N. 931. Annorum erat 30. cum regnare coepisset, et 25. Annis regnavit: pietatem coluit, partis Asae genuinam prolem se preaestittit. Classem paravit, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
μυλώτατον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «προσηνές» … Dictionary of Greek